- λεβαντίνος
- οθηλ. -α1. Ευρωπαίος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ανατολή.2. άτομο χωρίς ζωηρή εθνική συνείδηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Λεβαντίνος — Παλαιότερη ονομασία για τους Ευρωπαίους που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ανατολή (γαλλ. levante = ανατολικός)· σε ανάλογη χρήση ήταν και ο όρος Φραγκολεβαντίνος (θηλυκό Λεβαντίνα ή Φραγκολεβαντίνα). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ειδικά για τους… … Dictionary of Greek
Φραγκολεβαντίνος — ο, θηλ. Φραγκολεβαντίνα, Ν 1. Ευρωπαίος στην καταγωγή που γεννήθηκε και κατοικεί σε χώρα τής Ανατολικής Μεσογείου 2. μτφ. άτομο χωρίς εθνική συνείδηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + Λεβαντίνος «Ανατολίτης»] … Dictionary of Greek
λεβαντίνικος — η, ο [Λεβαντίνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λεβαντίνους … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek